Μόλις μία εβδομάδα μετά το θάνατο ενός σπουδαίου διευθυντή φωτογραφίας, του Haskell Wexler, σε ηλικία 93 ετών, το 2016 έμελλε να “σιγήσει” το φακό του σπουδαίου Vilmos Zsigmond. Ο Ούγγρος (και νατουραλιζέ Αμερικανός), απεβίωσε σε ηλικία 85 ετών, αφήνοντας ως παρακαταθήκη ένα πολυπληθέστατο έργο.
Γεννημένος το 1930 στο Szeged της Ουγγαρίας, ο Zsigmond σπούδασε στην Ακαδημία Δραματικής Τέχνης και Κινηματογράφου της Βουδαπέστης και, ακολούθως, έκανε τα πρώτα του βήματα ως διευθυντής φωτογραφίας σε τοπικό στούντιο για περίπου 5 χρόνια. Ένα εξέχουσας σημασίας στοιχείο γι’αυτόν, αποτέλεσε το γεγονός πως απαθανάτισε την Ουγγρική Επανάσταση του 1956 μαζί με τον συμφοιτητή και φίλο του, Lazlo Covacs (Easy Rider), κάτι που οδήγησε στην πρόσληψη του στο πλατό του εκπληκτικής ωμότητας “Deliverance” του John Boorman. “Οποιοσδήποτε άνθρωπος που κατάφερε να κινηματογραφήσει υπό την απειλή ρωσικών τανκς και οπλοπολυβόλων, είναι ιδανικός για ένα τόσο έντονο και απαιτητικό γύρισμα”, είχε δηλώσει ο Boorman και το αποτέλεσμα των δικαίωσε απόλυτα.
Το “εισιτήριο” του Ούγγρου προς τη χολιγουντιανή αναγνώριση, ήρθε με τη δουλειά του στο “McCabe and Mrs. Miller” του Robert Altman, ενώ το μοναδικό του Όσκαρ ακολούθησε 8 χρόνια αργότερα, με το “Close Encounters of the Third Kind” του Steven Spielberg. Ο Zsigmond προτάθηκε άλλες τρεις φορές για χρυσό αγαλματίδιο, για τη δουλειά του στο “The Deer Hunter” του Michael Cimino, το “The River” του Mark Rydell και το “Black Dahlia” του Brian De Palma. Με τον τελευταίο, συνεργάστηκε και στο “Blow Out”, το “Obsession” και το “The Bonfire of the Vanities”.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Ένωση Διευθυντών Φωτογραφίας, ο Zsigmond ήταν μέλος των 10 πιο επιδραστικών επαγγελματιών του χώρου. Τα πλάνα του θα μας στοιχειώνουν για πάντα.
Όνομα *
Email *
Website
Αποθήκευσε το όνομά μου, email, και τον ιστότοπο μου σε αυτόν τον πλοηγό για την επόμενη φορά που θα σχολιάσω.